Το φερμουάρ στην καθημερινότητά μας
Αν κοιτάξετε γύρω σας, δύσκολα θα βρείτε μια μέρα που να μην χρησιμοποιήσατε φερμουάρ: στο παντελόνι, το μπουφάν, την τσάντα, ακόμα και στα παπούτσια. Πρόκειται για έναν μικρό μηχανισμό που κάνει μεγάλη δουλειά — ενώνει, ασφαλίζει και διευκολύνει. Όμως, ξέρετε ποια είναι η ελληνική λέξη για το φερμουάρ;
Ποια είναι η ελληνική λέξη για το “φερμουάρ”;
Η λιγότερο γνωστή αλλά απολύτως ελληνική λέξη για το φερμουάρ είναι: τορμοσυνάπτης.
Ένας όρος που μπορεί να ακούγεται περίεργος, αλλά έχει σαφή σημασία και ελληνική ρίζα.
Τι σημαίνει “τορμοσυνάπτης”;
Η λέξη προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων “τόρμος” και “συνάπτω”.
-
Τόρμος: σημαίνει μικρή προεξοχή, δόντι ή άγκιστρο – χαρακτηριστικό των δοντιών του φερμουάρ.
-
Συνάπτω: σημαίνει ενώνω, συνδέω.
Άρα, τορμοσυνάπτης είναι ο μηχανισμός που συνδέει μικρές προεξοχές για να ενώσει δύο άκρα – είτε πρόκειται για ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό.
Ποιος το εφηύρε και πότε;
Η ιστορία του φερμουάρ ξεκινά το 1893, όταν ο Γουίκομπ Τζάντσον, ένας Αμερικανός εφευρέτης, παρουσίασε έναν μηχανισμό που έμοιαζε περισσότερο με σειρά από κρίκους και άγκιστρα, παρά με το φερμουάρ όπως το ξέρουμε σήμερα.
Το πρώτο λειτουργικό και μαζικά παραγόμενο φερμουάρ κατασκευάστηκε λίγα χρόνια αργότερα, χάρη στον Σουηδό Γκίντεον Σάντμπακ, ο οποίος τελειοποίησε τον σχεδιασμό του το 1913 και κατοχύρωσε την πατέντα του το 1917.
Από την εφεύρεση στη μόδα και την καθημερινότητα
Το φερμουάρ άργησε να υιοθετηθεί στη βιομηχανία της ένδυσης. Χρειάστηκε να φτάσουμε στη δεκαετία του 1930 ώστε να το δούμε να αντικαθιστά τα κουμπιά σε παντελόνια και φορέματα. Από τότε έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ένδυσης, της οργάνωσης και της τεχνολογίας.
Ο τορμοσυνάπτης, δηλαδή το φερμουάρ, είναι ένα από εκείνα τα αντικείμενα που θεωρούμε δεδομένα – κι όμως έχουν μια συναρπαστική ιστορία και ελληνική ταυτότητα. Μπορεί η ξενόφερτη λέξη να κυριαρχεί, αλλά η ελληνική της απόδοση δείχνει πόσο πλούσια και ευέλικτη είναι η γλώσσα μας, ακόμα και για τις πιο καθημερινές εφευρέσεις.